- κιβωτίδιο
- τουποκορ. του κιβώτιο, μικρό κιβώτιο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κιβωτίδιο — το (Α κιβωτίδιον) μικρό κιβώτιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κιβωτός + υποκορ. κατάλ. ίδιον] … Dictionary of Greek
ελεφαντόδοντο — Ουσία από την οποία αποτελούνται οι χαυλιόδοντες του ελέφαντα, του ιπποπόταμου, του θαλάσσιου ελέφαντα, του μαμούθ και του μαστόδοντα (απολιθωμένου ελέφαντα), καθώς και ο μακρύς κυνόδοντας των μονόδοντων μονόκερων. Το ε. αποτελείται κατά 60% από… … Dictionary of Greek
κιβωτός — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ., 708 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, στα όρια με τον νομό Κοζάνης, 21 χλμ. Β της πόλης των Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ηρακλεωτών. II Ακατοίκητη νησίδα στον Αργοσαρωνικό … Dictionary of Greek
πυξίδα — Όργανο το οποίο, βασιζόμενο σε μαγνητικές και μηχανικές ιδιότητες, παρέχει άμεσο προσανατολισμό προς σταθερές κατευθύνσεις, όπως είναι ο γήινος μαγνητικός άξονας ή ο άξονας περιστροφής της Γης. Η αρχαιότερη και πιο διαδεδομένη εφαρμογή της π.… … Dictionary of Greek
κασετίνα — η (λ. ιταλ.), κιβωτίδιο καλλιτεχνικά επεξεργασμένο για φύλαξη κοσμημάτων κ.ά.: Μέσα στην κασετίνα έχει τα δαχτυλίδια της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουτί — το 1. κιβωτίδιο, θήκη. 2. φέρετρο, κάσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τάβλι — το ιού (λ. λατ.) 1. δίπτυχο μακρόστενο κιβωτίδιο, όπου παίζεται το ομώνυμο παιχνίδι: Αυτό το τάβλι είναι από καλό ξύλο. 2. είδος παιχνιδιού που παίζεται μεταξύ δύο παιχτών με δύο ζάρια και με τριάντα (15+15) πούλια διαφορετικού χρώματος: Ξέρει… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)